ευθένεια

ευθένεια
εὐθένεια και εὐθενία, ή (ΑΜ) [ευθενής]
αφθονία, ευημερία, ευτυχία («εὐθένεια κτημάτων καὶ σωμάτων», Αριστοτ.)
αρχ.
1. προμήθεια, εφοδιασμός
2. καλή φυσική, σωματική κατάσταση, ευρωστία
3. φρ. «εὐθενείας ἔπαρχος» — επιμελητής που φροντίζει για τον επισιτισμό τών πόλεων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εὐθένεια — supply fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐθένειαν — εὐθένεια supply fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευθενία — εὐθενία και ιων. τ. εὐθενίη, ἡ (Α) βλ. ευθένεια …   Dictionary of Greek

  • ευθενώ — εὐθενῶ, έω (Α) είμαι σε καλή κατάσταση, ακμάζω (α. «μῆλα... εὐθενοῡντα», Αισχύλ. β. «τοὺς στρατιώτας εὐθενεῑν», Δημοσθ. γ. «μή τιν᾿ οἶκον εὐθενεῑν», Αισχύλ. δ. «εὐθενούντων τῶν πραγμάτων», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ρίζα θεν ή θην (παράλληλος… …   Dictionary of Greek

  • πολυθενία — ἡ, Α η ευθένεια*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θενία < θ. θεν τού εὐ θενῶ «είμαι σε καλή κατάσταση, ακμάζω» (βλ. λ. ευθενώ)] …   Dictionary of Greek

  • gʷhen-1 —     gʷhen 1     English meaning: to swell, abound     Deutsche Übersetzung: ‘schwellen, strotzen, Fũlle”     Material: O.Ind. ü haná “tumescent, strotzend, luscious”, ghaná “dense, thick”, m. “kompakte mass”; Pers. ü gandan “anfũllen”,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”